- ταριχώτης
- τᾰρῑχώτης, ου, ὁ,A = ταριχευτής, Berl.Sitzb.1934.1043 (Tab.Defix.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ταριχώτης — ὁ, Α ταριχευτής. [ΕΤΥΜΟΛ. < τάριχος + κατάλ. ώτης πιθ. μέσω αμάρτυρου *ταριχόω] … Dictionary of Greek